- νοσηλευτής
- ο , νοσηλεύτρια η тот, кто лечит больного или ухаживает за больным, лечащий врач (фельдшер и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νοσηλευτής — ο, θηλ. νοσηλεύτρια άτομο που νοσηλεύει ασθενή, νοσοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσηλεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek